Νευρολόγος - Ψυχίατρος
Διδάκτωρ του Παν/μίου Μονάχου
Διευθυντής Νευρολογικής Κλινικής, Κλινικής Νευροφυσιολογίας Γενικής, Γυναικολογικής, Παιδιατρικής Κλινικής
"ΙΑΣΩ"
Προσφερόμενες εξετάσεις
Επιπλέον νοσοκομειακές υπηρεσίες
Ανακοινώσεις του Δρ. Βελέντζα
Μετεκπαιδευτικό ιατρικό σεμινάριο της ΕΛΠΕΝ στις 3.12.11. Διαβάστε εδώ την περίληψη της ομιλίας.
Παρουσίαση της εργασίας με τον ανωτέρω τιτλο στο Διεθνές Συνέδριο για Κινητικές & Σχετικές Παθήσεις στο Τορόντο του Καναδά, από τις 6-10 Ιουνίου 2011.
Θεραπεία με έγχυση αλλαντικής τοξίνης (Botox, Dysport) σε ασθενείς με δυστονία και σπαστικότητα.
Η θεραπεία με ενδομυϊκή χορήγηση αλλαντικής τοξίνης επιτυγχάνει να μειώσει την υπερβολική τάση και κινητική λειτουργία που εμφανίζονται σε δυστονίες και σπαστικότητα.
Η σπαστικότητα επέρχεται μετά από βλάβες των πυραμιδικών οδών σε εγκεφαλικά επεισόδια, λοιμώξεις, κακώσεις, καθώς και όγκους στην περιοχή του εγκεφάλου, κακώσεις, όγκους, ισχαιμίες, λοιμώξεις στο νωτιαίο μυελό. Οφείλεται σε μειωμένη αναστολή μυϊκών αντανακλαστικών στα επίπεδα των βασικών γαγγλίων και του μεσεγκεφάλου στον εγκέφαλο και των προσθίων κεράτων στο νωτιαίο μυελό.
Στη δυστονία παρατηρείται μία υπερλειτουργία μυών ή μυϊκών ομάδων που αφορούν το πρόσωπο ή τις διάφορες κλειδώσεις του σώματος. Η αιτιολογία της δεν είναι πάντα προφανής. Εκτός από γονιδιακές μεταλλάξεις σε διάφορα χρωμοσώματα και χρόνια τοξική επίδραση ψυχοφαρμάκων που μπορούν να προκαλέσουν δυστονικά φαινόμενα, είναι δυνατόν η δυστονία να εμφανιστεί χωρίς επιβεβαιωμένο λόγο στο κλινικό ιστορικό. Η θεραπεία της είναι δυνατή ανάλογα με την αιτιολογία της με φάρμακα, με ενδομυϊκή έγχυση αλλαντικής τοξίνης και με εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση.
Η αλλαντική τοξίνη εμποδίζει την έκκριση φυσαλιδίων ακετυλοχολίνης, στη νευρομυϊκή συναπτική σχισμή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η λειτουργία του μυ. Επίσης, επηρεάζει την αίσθηση τάσεως του μυ λόγω της επιρροής της στις ενδομυϊκές ατράκτους.
Έχει γι’ αυτούς τους λόγους ευεργετική επίδραση στις περισσότερες μορφές υπερβολικής μυϊκής τάσεως και λειτουργίας. Οι πιο συχνές εφαρμογές της ενδομυϊκής χορήγησης παρουσιάζουν πολύ καλά έως άριστα αποτελέσματα, δίχως συστηματικές παρενέργειες σε εστιακές ή τμηματικές δυστονίες, όπως πχ ο βλεφαρόσπασμος, το σπαστικό ραιβόκρανο ή ο σπασμός γραφέα, καθώς και στη σπαστικότητα των άκρων.
Ανάλογα με το περιστατικό, η έγχυση διεκπεραιώνεται με σύγχρονο μυογραφικό ή υπερηχογραφικό έλεγχο, ώστε να εστιαστούν καλύτερα οι δυστονικές περιοχές του μυ και να διαχωριστούν με ακρίβεια οι προς έγχυση επιλεγμένες μυϊκές ομάδες. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως πχ στο βλεφαρόσπασμο ή στον ημίσπασμο του προσώπου, η έγχυση διεκπεραιώνεται απλώς διαμέσου λεπτής σύριγγας.
Τα αποτελέσματα αρχίζουν να φαίνονται 3 – 4 περίπου μέρες μετά την έγχυση και διαρκούν 3 – 4 μήνες.